Definify.com

Definition 2024


παρηγοράω

παρηγοράω

Greek

Verb

παρηγοράω (parigoráo) (simple past παρηγόρησα, passive form παρηγορούμαι or παρηγοριέμαι)

  1. Alternative form of παρηγορώ (parigoró)

Conjugation