Definify.com
Definition 2025
πεισματάρης
πεισματάρης
Greek
Adjective
πεισματάρης • (peismatáris) m (feminine πεισματάρα, neuter πεισματάρικο)
Declension
positive forms of πεισματάρης
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | πεισματάρης | πεισματάρα | πεισματάρικο | πεισματάρηδες | πεισματάρες | πεισματάρικα |
| genitive | πεισματάρη | πεισματάρας | πεισματάρικου | πεισματάρηδων | — | πεισματάρικων |
| accusative | πεισματάρη | πεισματάρα | πεισματάρικο | πεισματάρηδες | πεισματάρες | πεισματάρικα |
| vocative | πεισματάρη | πεισματάρα | πεισματάρικο | πεισματάρηδες | πεισματάρες | πεισματάρικα |
| derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πεισματάρης, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πεισματάρης, etc.) |
|||||