Definify.com

Definition 2024


πελώριος

πελώριος

Greek

Adjective

πελώριος (pelórios) m (feminine πελώρια, neuter πελώριο)

  1. huge, massive, enormous, gigantic, humongous
    Ο ψαράς έπιασε ένα πελώριο ψάρι.O psarás épiase éna pelório psári. ― The fisherman caught a huge fish.

Declension

Synonyms

  • τεράστιος (terástios, massive)
  • υπερμεγέθης (ypermegéthis, oversized)
  • κολοσσιαίος (kolossiaíos, colossal)
  • γιγάντιος (gigántios, gigantic)