Definify.com
Definition 2024
περιορίζομαι
περιορίζομαι
Greek
Verb
περιορίζομαι • (periorízomai) (simple past περιορίστηκα, active form περιορίζω, passive)
- passive of περιορίζω (periorízo)
Conjugation
περιορίζομαι
Non-past tenses | Past tenses | |||
---|---|---|---|---|
Imperfective | Present | Continuous future | Imperfect | |
1st person | sg | περιορίζομαι | θα περιορίζομαι | περιοριζόμουν, περιοριζόμουνα |
2nd person | περιορίζεσαι | θα περιορίζεσαι | περιοριζόσουν, περιοριζόσουνα | |
3rd person | περιορίζεται | θα περιορίζεται | περιοριζόταν, περιοριζότανε | |
1st person | pl | περιοριζόμαστε | θα περιοριζόμαστε | περιοριζόμασταν, περιοριζόμαστε2 |
2nd person | περιορίζεστε, περιοριζόσαστε1 | θα περιορίζεστε, περιοριζόσαστε1 | περιοριζόσασταν, περιοριζόσαστε2 | |
3rd person | περιορίζονται | θα περιορίζονται | περιορίζονταν, περιοριζόντανε, περιοριζόντουσαν | |
Perfective | Dependent† | Simple future | Simple past (Aorist) | |
1st person | sg | περιοριστώ | θα περιοριστώ | περιορίστηκα |
2nd person | περιοριστείς | θα περιοριστείς | περιορίστηκες | |
3rd person | περιοριστεί | θα περιοριστεί | περιορίστηκε | |
1st person | pl | περιοριστούμε | θα περιοριστούμε | περιοριστήκαμε |
2nd person | περιοριστείτε | θα περιοριστείτε | περιοριστήκατε | |
3rd person | περιοριστούν, περιοριστούνε | θα περιοριστούν, θα περιοριστούνε | περιορίστηκαν, περιοριστήκανε | |
Imperative | Imperfective | Perfective | ||
2nd person | sg | —3 | περιορίσου | |
2nd person | pl | —3 | περιοριστείτε | |
Perfect tenses | ||||
Perfect | έχω περιοριστεί, έχεις περιοριστεί έχει περιοριστεί, … | |||
Future perfect | θα έχω περιοριστεί, θα έχεις περιοριστεί, θα έχει περιοριστεί, … | |||
Past perfect | είχα περιοριστεί, είχες περιοριστεί, είχε περιοριστεί, … | |||
Subjunctive | ||||
Continuous | The present tense form preceded by να, ας, etc | |||
Simple | The dependent form preceded by να, ας, etc | |||
Past perfect | The perfect tense form preceded by να, ας, etc | |||
When multiple forms are listed above the first will usually be the most common; additional forms may be rare and not given by all sources. | ||||
† The dependent form is not used independently, negative and tense forms of the verb are produced when the dependent is preceded by the appropriate particle. The dependent 3rd person singular, the non-finite form, is used with the auxiliary verb έχω in the most common perfect tense forms. 1. Colloquial forms 2. Identical to present tense form 3. The existance of these forms is doubtful | ||||