Definify.com

Definition 2024


περιορίζω

περιορίζω

Greek

Verb

περιορίζω (periorízo) (simple past περιόρισα, passive form περιορίζομαι)

  1. (transitive) confine, restrict, curb
    Το υπουργείο επιθυμεί να περιορίσει την άνοδο του πληθωρισμού.
    To ypourgeío epithymeí na periorísei tin ánodo tou plithorismoú.
    The ministry wishes to restrict the rise in inflation.
  2. (transitive) limit
  3. (transitive) restrain

Conjugation