Definify.com
Definition 2024
περιορίζω
περιορίζω
Greek
Verb
περιορίζω • (periorízo) (simple past περιόρισα, passive form περιορίζομαι)
- (transitive) confine, restrict, curb
- Το υπουργείο επιθυμεί να περιορίσει την άνοδο του πληθωρισμού.
- To ypourgeío epithymeí na periorísei tin ánodo tou plithorismoú.
- The ministry wishes to restrict the rise in inflation.
- Το υπουργείο επιθυμεί να περιορίσει την άνοδο του πληθωρισμού.
- (transitive) limit
- (transitive) restrain
Conjugation
περιορίζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | περιορίζω | περιόριζα | θα περιορίζω | να περιορίζω | |
2s | περιορίζεις | περιόριζες | θα περιορίζεις | να περιορίζεις | περιόριζε |
3s | περιορίζει | περιόριζε | θα περιορίζει | να περιορίζει | |
1p | περιορίζουμε, περιορίζομε | περιορίζαμε | θα περιορίζουμε, περιορίζομε | να περιορίζουμε, περιορίζομε | |
2p | περιορίζετε | περιορίζατε | θα περιορίζετε | να περιορίζετε | περιορίζετε |
3p | περιορίζουν, περιορίζουνε | περιόριζαν, περιορίζαν, περιορίζανε | θα περιορίζουν, περιορίζουνε | να περιορίζουν, περιορίζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | περιορίσω | περιόρισα | θα περιορίσω | να περιορίσω | |
2s | περιορίσεις | περιόρισες | θα περιορίσεις | να περιορίσεις | περιόρισε |
3s | περιορίσει | περιόρισε | θα περιορίσει | να περιορίσει | |
1p | περιορίσουμε, περιορίσομε | περιορίσαμε | θα περιορίσουμε, περιορίσομε | να περιορίσουμε, περιορίσομε | |
2p | περιορίσετε | περιορίσατε | θα περιορίσετε | να περιορίσετε | περιορίστε |
3p | περιορίσουν, περιορίσουνε | περιόρισαν, περιορίσαν, περιορίσανε | θα περιορίσουν, περιορίσουνε | να περιορίσουν, περιορίσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω περιορίσει | είχα περιορίσει | θα έχω περιορίσει | να έχω περιορίσει | |
2s | έχεις περιορίσει | είχες περιορίσει | θα έχεις περιορίσει | να έχεις περιορίσει | |
3s | έχει περιορίσει | είχε περιορίσει | θα έχει περιορίσει | να έχει περιορίσει | |
1p | έχουμε περιορίσει | είχαμε περιορίσει | θα έχουμε περιορίσει | να έχουμε περιορίσει | |
2p | έχετε περιορίσει | είχατε περιορίσει | θα έχετε περιορίσει | να έχετε περιορίσει | |
3p | έχουν περιορίσει | είχαν περιορίσει | θα έχουν περιορίσει | να έχουν περιορίσει | |
Participle: | περιορίζοντας | Non-finite ‡ | περιορίσει | 33, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||