Definify.com
Definition 2024
περιορισμένος
περιορισμένος
Greek
Adjective
περιορισμένος • (periorisménos) m (feminine περιορισμένη, neuter περιορισμένο)
Declension
positive forms of περιορισμένος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | περιορισμένος | περιορισμένη | περιορισμένο | περιορισμένοι | περιορισμένες | περιορισμένα |
genitive | περιορισμένου | περιορισμένης | περιορισμένου | περιορισμένων | περιορισμένων | περιορισμένων |
accusative | περιορισμένο | περιορισμένη | περιορισμένο | περιορισμένους | περιορισμένες | περιορισμένα |
vocative | περιορισμένε | περιορισμένη | περιορισμένο | περιορισμένοι | περιορισμένες | περιορισμένα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο περιορισμένος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο περιορισμένος, etc.) |
Derived terms
- εταιρεία περιορισμένης ευθύνης f (etaireía periorisménis efthýnis, “limited liability company”)