Definify.com
Definition 2024
περιποιούμαι
περιποιούμαι
Greek
Verb
περιποιούμαι • (peripoioúmai) (simple past περιποιήθηκα, deponent)
Conjugation
περιποιούμαι
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | περιποιούμαι | περιποιιόμουν, περιποιιόμουνα | θα περιποιούμαι | να περιποιούμαι | |
2s | περιποιείσαι | περιποιιόσουν, περιποιιόσουνα | θα περιποιείσαι | να περιποιείσαι | — |
3s | περιποιείται | περιποιιόταν, περιποιιότανε | θα περιποιείται | να περιποιείται | |
1p | περιποιούμαστε, περιποιόμαστε | περιποιιόμαστε, περιποιιόμασταν | θα περιποιούμαστε | να περιποιούμαστε | |
2p | περιποιείστε, περιποιόσαστε | περιποιιόσαστε, περιποιιόσασταν | θα περιποιείστε | να περιποιείστε | περιποιείστε |
3p | περιποιούνται | περιποιιόνταν, περιποιιούνταν, περιποιιόντουσαν, περιποιιόντανε | θα περιποιούνται | να περιποιούνται | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | περιποιηθώ | περιποιήθηκα | θα περιποιηθώ | να περιποιηθώ | |
2s | περιποιηθείς | περιποιήθηκες | θα περιποιηθείς | να περιποιηθείς | περιποιήσου |
3s | περιποιηθεί | περιποιήθηκε | θα περιποιηθεί | να περιποιηθεί | |
1p | περιποιηθούμε | περιποιηθήκαμε | θα περιποιηθούμε | να περιποιηθούμε | |
2p | περιποιηθείτε | περιποιηθήκατε | θα περιποιηθείτε | να περιποιηθείτε | περιποιηθείτε |
3p | περιποιηθούν, περιποιηθούνε | περιποιήθηκαν, περιποιηθήκανε, περιποιηθήκαν | θα περιποιηθούν, θα περιποιηθούνε | να περιποιηθούν, να περιποιηθούνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω περιποιηθεί | είχα περιποιηθεί | θα έχω περιποιηθεί | να έχω περιποιηθεί | |
2s | έχεις περιποιηθεί | είχες περιποιηθεί | θα έχεις περιποιηθεί | να έχεις περιποιηθεί | |
3s | έχει περιποιηθεί | είχε περιποιηθεί | θα έχει περιποιηθεί | να έχει περιποιηθεί | |
1p | έχουμε περιποιηθεί | είχαμε περιποιηθεί | θα έχουμε περιποιηθεί | να έχουμε περιποιηθεί | |
2p | έχετε περιποιηθεί | είχατε περιποιηθεί | θα έχετε περιποιηθεί | να έχετε περιποιηθεί | |
3p | έχουν περιποιηθεί | είχαν περιποιηθεί | θα έχουν περιποιηθεί | να έχουν περιποιηθεί | |
Participle: | — | Non-finite ‡ | περιποιηθεί | 75 pass2 ούμαι1 | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||