Definify.com
Definition 2024
περισσότερος
περισσότερος
Greek
A Greek model page
Adjective
περισσότερος • (perissóteros)
- comparative degree of πολύς (polýs), more
- Ο αδελφός μου έχει περισσότερα χρήματα από μένα. ― O adelfós mou échei perissótera chrímata apó ména. ― My brother has more money than me.
Usage notes
Combination with the definite article produces the relative superlative form: ο περισσότερος (o perissóteros, “most”)
- οι περισσότεροι άνθρωποι ― oi perissóteroi ánthropoi ― most people
Declension
positive forms of περισσότερος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | περισσότερος | περισσότερη | περισσότερο | περισσότεροι | περισσότερες | περισσότερα |
genitive | περισσότερου | περισσότερης | περισσότερου | περισσότερων | περισσότερων | περισσότερων |
accusative | περισσότερο | περισσότερη | περισσότερο | περισσότερους | περισσότερες | περισσότερα |
vocative | περισσότερε | περισσότερη | περισσότερο | περισσότεροι | περισσότερες | περισσότερα |