Definify.com
Definition 2025
περιττός
περιττός
Greek
Adjective
περιττός • (perittós) m (feminine περιττή, neuter περιττό)
Declension
positive forms of περιττός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | περιττός | περιττή | περιττό | περιττοί | περιττές | περιττά |
genitive | περιττού | περιττής | περιττού | περιττών | περιττών | περιττών |
accusative | περιττό | περιττή | περιττό | περιττούς | περιττές | περιττά |
vocative | περιττέ | περιττή | περιττό | περιττοί | περιττές | περιττά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο περιττός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο περιττός, etc.) |