Definify.com
Definition 2024
πηδάω
πηδάω
Greek
Alternative forms
- πηδώ (pidó)
Verb
πηδάω • (pidáo) (simple past πήδηξα or πήδησα, passive form πηδιέμαι)
- (intransitive) jump, leap (all senses)
- Πήδηξα στη θάλασσα. ― Pídixa sti thálassa. ― I jumped into the sea.
- (figuratively, colloquial, vulgar, transitive) ****, ****, shag, bang (have sexual intercourse)
- Έπαιζε την καλή γυναίκα ενώ πηδούσε τον άλλον. ― Épaize tin kalí gynaíka enó pidoúse ton állon. ― She pretended to be a good wife while **** the other guy.
- (figuratively, transitive) skip over, omit (in writing, etc, due to time constraint)
- Με την τρεχάλα, πήδηξε δύο παραγράφους. ― Me tin trechála, pídixe dýo paragráfous. ― Because of hurry, he skipped two paragraphs.
- (figuratively, transitive) skip, jump ahead (a class or level in school due to exceptional ability)
- Πήδηξε κατευθείαν από την τρίτη στην πέμπτη. ― Pídixe kateftheían apó tin tríti stin pémpti. ― She skipped directly from third (class/grade) to fifth.
Conjugation
πηδώ, πηδάω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | πηδώ, πηδάω | πηδούσα, πήδαγα | θα πηδώ, θα πηδάω | να πηδώ, να πηδάω | |
2s | πηδάς | πηδούσες, πήδαγες | θα πηδάς | να πηδάς | πήδα |
3s | πηδά, πηδάει | πηδούσε, πήδαγε | θα πηδά, θα πηδάει | να πηδά, να πηδάει | |
1p | πηδούμε, πηδάμε | πηδούσαμε, πηδάγαμε | θα πηδούμε, θα πηδάμε | να πηδούμε, να πηδάμε | |
2p | πηδάτε | πηδούσατε, πηδάγατε | θα πηδάτε | να πηδάτε | πηδάτε |
3p | πηδούν, πηδούνε, πηδάνε, πηδάν | πηδούσαν, πηδούσανε, πήδαγαν, πηδάγανε | θα πηδούν, θα πηδούνε, θα πηδάνε, θα πηδάν | να πηδούν, να πηδούνε, να πηδάνε, να πηδάν | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | πηδήξω, πηδήσω | πήδηξα, πήδησα | θα πηδήξω, θα πηδήσω | να πηδήξω, να πηδήσω | |
2s | πηδήξεις, πηδήσεις | πήδηξες, πήδησες | θα πηδήξεις, θα πηδήσεις | να πηδήξεις, να πηδήσεις | πήδηξε, πήδησε |
3s | πηδήξει, πηδήσει | πήδηξε, πήδησε | θα πηδήξει, θα πηδήσει | να πηδήξει, να πηδήσει | |
1p | πηδήξουμε, πηδήξομε, πηδήσουμε, πηδήσομε | πηδήξαμε, πηδήσαμε | θα πηδήξουμε, θα πηδήξομε, θα πηδήσουμε, θα πηδήσομε | να πηδήξουμε, να πηδήξομε, να πηδήσουμε, να πηδήσομε | |
2p | πηδήξετε, πηδήσετε | πηδήξατε, πηδήσατε | θα πηδήξετε, θα πηδήσετε | να πηδήξετε, να πηδήσετε | πηδήξτε, πηδήστε |
3p | πηδήξουν, πηδήξουνε, πηδήσουν, πηδήσουνε | πήδηξαν, πηδήξανε, πηδήξαν, πήδησαν, πηδήσανε, πηδήσαν | θα πηδήξουν, θα πηδήξουνε, θα πηδήσουν, θα πηδήσουνε | να πηδήξουν, να πηδήξουνε, να πηδήσουν, να πηδήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω πηδήξει / πηδήσει | είχα πηδήξει / πηδήσει | θα έχω πηδήξει / πηδήσει | να έχω πηδήξει / πηδήσει | |
2s | έχεις πηδήξει / πηδήσει | είχες πηδήξει / πηδήσει | θα έχεις πηδήξει / πηδήσει | να έχεις πηδήξει / πηδήσει | |
3s | έχει πηδήξει / πηδήσει | είχε πηδήξει / πηδήσει | θα έχει πηδήξει / πηδήσει | να έχει πηδήξει / πηδήσει | |
1p | έχουμε πηδήξει / πηδήσει | είχαμε πηδήξει / πηδήσει | θα έχουμε πηδήξει / πηδήσει | να έχουμε πηδήξει / πηδήσει | |
2p | έχετε πηδήξει / πηδήσει | είχατε πηδήξει / πηδήσει | θα έχετε πηδήξει / πηδήσει | να έχετε πηδήξει / πηδήσει | |
3p | έχουν πηδήξει / πηδήσει | είχαν πηδήξει / πηδήσει | θα έχουν πηδήξει / πηδήσει | να έχουν πηδήξει / πηδήσει | |
Participle: | πηδώντας | Non-finite ‡ | πηδήξει, πηδήσει | 58/66, ηξ/ησ, 2A-3d/2A-1c | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||