Definify.com
Definition 2024
πλάθω
πλάθω
Greek
Verb
πλάθω • (plátho) (simple past έπλασα, passive form πλάθομαι, active)
- create, form, shape
- πλάθει ψωμάκια, κεφτέδες, κτλ (she creates bread rolls, meatballs, etc)
- fabricate, make up
- έπλασε ιστορίες (she created stories)
Conjugation
πλάθω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | πλάθω | έπλαθα | θα πλάθω | να πλάθω | |
2s | πλάθεις | έπλαθες | θα πλάθεις | να πλάθεις | πλάθε |
3s | πλάθει | έπλαθε | θα πλάθει | να πλάθει | |
1p | πλάθουμε, πλάθομε | πλάθαμε | θα πλάθουμε, πλάθομε | να πλάθουμε, πλάθομε | |
2p | πλάθετε | πλάθατε | θα πλάθετε | να πλάθετε | πλάθετε |
3p | πλάθουν, πλάθουνε | έπλαθαν, πλάθαν, πλάθανε | θα πλάθουν, πλάθουνε | να πλάθουν, πλάθουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | πλάσω | έπλασα | θα πλάσω | να πλάσω | |
2s | πλάσεις | έπλασες | θα πλάσεις | να πλάσεις | πλάσε |
3s | πλάσει | έπλασε | θα πλάσει | να πλάσει | |
1p | πλάσουμε, πλάσομε | πλάσαμε | θα πλάσουμε, πλάσομε | να πλάσουμε, πλάσομε | |
2p | πλάσετε | πλάσατε | θα πλάσετε | να πλάσετε | πλάστε |
3p | πλάσουν, πλάσουνε | έπλασαν, πλάσαν, πλάσανε | θα πλάσουν, πλάσουνε | να πλάσουν, πλάσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω πλάσει | είχα πλάσει | θα έχω πλάσει | να έχω πλάσει | |
2s | έχεις πλάσει | είχες πλάσει | θα έχεις πλάσει | να έχεις πλάσει | έχε πλασμένο |
3s | έχει πλάσει | είχε πλάσει | θα έχει πλάσει | να έχει πλάσει | |
1p | έχουμε πλάσει | είχαμε πλάσει | θα έχουμε πλάσει | να έχουμε πλάσει | |
2p | έχετε πλάσει | είχατε πλάσει | θα έχετε πλάσει | να έχετε πλάσει | έχετε πλασμένο |
3p | έχουν πλάσει | είχαν πλάσει | θα έχουν πλάσει | να έχουν πλάσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) πλασμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) πλασμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) πλασμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) πλασμένο | ||||
Participle: | πλάθοντας | Non-finite ‡ | πλάσει | 37, 1h | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
See also
- compare with: δημιουργώ (dimiourgó, “to build, to create”)