Definify.com
Definition 2025
πλεονεκτικός
πλεονεκτικός
Greek
Adjective
πλεονεκτικός • (pleonektikós) m
Declension
positive forms of πλεονεκτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πλεονεκτικός | πλεονεκτική | πλεονεκτικό | πλεονεκτικοί | πλεονεκτικές | πλεονεκτικά |
genitive | πλεονεκτικού | πλεονεκτικής | πλεονεκτικού | πλεονεκτικών | πλεονεκτικών | πλεονεκτικών |
accusative | πλεονεκτικό | πλεονεκτική | πλεονεκτικό | πλεονεκτικούς | πλεονεκτικές | πλεονεκτικά |
vocative | πλεονεκτικέ | πλεονεκτική | πλεονεκτικό | πλεονεκτικοί | πλεονεκτικές | πλεονεκτικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πλεονεκτικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πλεονεκτικός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πλεονεκτικότερος | πλεονεκτικότερη | πλεονεκτικότερο | πλεονεκτικότεροι | πλεονεκτικότερες | πλεονεκτικότερα |
genitive | πλεονεκτικότερου | πλεονεκτικότερης | πλεονεκτικότερου | πλεονεκτικότερων | πλεονεκτικότερων | πλεονεκτικότερων |
accusative | πλεονεκτικότερο | πλεονεκτικότερη | πλεονεκτικότερο | πλεονεκτικότερους | πλεονεκτικότερες | πλεονεκτικότερα |
vocative | πλεονεκτικότερε | πλεονεκτικότερη | πλεονεκτικότερο | πλεονεκτικότεροι | πλεονεκτικότερες | πλεονεκτικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο πλεονεκτικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πλεονεκτικότατος | πλεονεκτικότατη | πλεονεκτικότατο | πλεονεκτικότατοι | πλεονεκτικότατες | πλεονεκτικότατα |
genitive | πλεονεκτικότατου | πλεονεκτικότατης | πλεονεκτικότατου | πλεονεκτικότατων | πλεονεκτικότατων | πλεονεκτικότατων |
accusative | πλεονεκτικότατο | πλεονεκτικότατη | πλεονεκτικότατο | πλεονεκτικότατους | πλεονεκτικότατες | πλεονεκτικότατα |
vocative | πλεονεκτικότατε | πλεονεκτικότατη | πλεονεκτικότατο | πλεονεκτικότατοι | πλεονεκτικότατες | πλεονεκτικότατα |
Related terms
- πλεονέκτημα (pleonéktima, “advantage”)
- πλεονεξία (pleonexía, “greed”)