Definify.com
Definition 2024
πληρώνω
πληρώνω
Greek
Verb
πληρώνω • (pliróno) (simple past πλήρωσα, passive form πληρώνομαι)
- pay (give money for work done or goods received)
- (figuratively) pay, sacrifice something in exchange for a benefit
- (figuratively) pay (suffer) for past action
Conjugation
πληρώνω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | πληρώνω | πλήρωνα | θα πληρώνω | να πληρώνω | |
2s | πληρώνεις | πλήρωνες | θα πληρώνεις | να πληρώνεις | πλήρωνε |
3s | πληρώνει | πλήρωνε | θα πληρώνει | να πληρώνει | |
1p | πληρώνουμε, πληρώνομε | πληρώναμε | θα πληρώνουμε, πληρώνομε | να πληρώνουμε, πληρώνομε | |
2p | πληρώνετε | πληρώνατε | θα πληρώνετε | να πληρώνετε | πληρώνετε |
3p | πληρώνουν, πληρώνουνε | πλήρωναν, πληρώναν, πληρώνανε | θα πληρώνουν, πληρώνουνε | να πληρώνουν, πληρώνουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | πληρώσω | πλήρωσα | θα πληρώσω | να πληρώσω | |
2s | πληρώσεις | πλήρωσες | θα πληρώσεις | να πληρώσεις | πλήρωσε |
3s | πληρώσει | πλήρωσε | θα πληρώσει | να πληρώσει | |
1p | πληρώσουμε, πληρώσομε | πληρώσαμε | θα πληρώσουμε, πληρώσομε | να πληρώσουμε, πληρώσομε | |
2p | πληρώσετε | πληρώσατε | θα πληρώσετε | να πληρώσετε | πληρώστε, πληρώσετε |
3p | πληρώσουν, πληρώσουνε | πλήρωσαν, πληρώσαν, πληρώσανε | θα πληρώσουν, πληρώσουνε | να πληρώσουν, πληρώσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω πληρώσει | είχα πληρώσει | θα έχω πληρώσει | να έχω πληρώσει | |
2s | έχεις πληρώσει | είχες πληρώσει | θα έχεις πληρώσει | να έχεις πληρώσει | έχε πληρωμένο |
3s | έχει πληρώσει | είχε πληρώσει | θα έχει πληρώσει | να έχει πληρώσει | |
1p | έχουμε πληρώσει | είχαμε πληρώσει | θα έχουμε πληρώσει | να έχουμε πληρώσει | |
2p | έχετε πληρώσει | είχατε πληρώσει | θα έχετε πληρώσει | να έχετε πληρώσει | έχετε πληρωμένο |
3p | έχουν πληρώσει | είχαν πληρώσει | θα έχουν πληρώσει | να έχουν πληρώσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) πληρωμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) πληρωμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) πληρωμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) πληρωμένο | ||||
Participle: | πληρώνοντας | Non-finite ‡ | πληρώσει | 3, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- πληρωμή f (pliromí, “payment”)
- αναπληρώνω (anapliróno, “to replace, to substitute”)