Definify.com
Definition 2025
πλησιάζω
πλησιάζω
Greek
Verb
πλησιάζω • (plisiázo) (simple past πλησίασα, passive form —)
- (transitive) approach, bring, move closer
- (intransitive) approach (to bribe or persuade)
- (intransitive) approach (for sexual purposes)
Conjugation
πλησιάζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | πλησιάζω | πλησίαζα | θα πλησιάζω | να πλησιάζω | |
2s | πλησιάζεις | πλησίαζες | θα πλησιάζεις | να πλησιάζεις | πλησίαζε |
3s | πλησιάζει | πλησίαζε | θα πλησιάζει | να πλησιάζει | |
1p | πλησιάζουμε, πλησιάζομε | πλησιάζαμε | θα πλησιάζουμε, πλησιάζομε | να πλησιάζουμε, πλησιάζομε | |
2p | πλησιάζετε | πλησιάζατε | θα πλησιάζετε | να πλησιάζετε | πλησιάζετε |
3p | πλησιάζουν, πλησιάζουνε | πλησίαζαν, πλησιάζαν, πλησιάζανε | θα πλησιάζουν, πλησιάζουνε | να πλησιάζουν, πλησιάζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | πλησιάσω | πλησίασα | θα πλησιάσω | να πλησιάσω | |
2s | πλησιάσεις | πλησίασες | θα πλησιάσεις | να πλησιάσεις | πλησίασε |
3s | πλησιάσει | πλησίασε | θα πλησιάσει | να πλησιάσει | |
1p | πλησιάσουμε, πλησιάσομε | πλησιάσαμε | θα πλησιάσουμε, πλησιάσομε | να πλησιάσουμε, πλησιάσομε | |
2p | πλησιάσετε | πλησιάσατε | θα πλησιάσετε | να πλησιάσετε | πλησιάστε |
3p | πλησιάσουν, πλησιάσουνε | πλησίασαν, πλησιάσαν, πλησιάσανε | θα πλησιάσουν, πλησιάσουνε | να πλησιάσουν, πλησιάσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω πλησιάσει | είχα πλησιάσει | θα έχω πλησιάσει | να έχω πλησιάσει | |
2s | έχεις πλησιάσει | είχες πλησιάσει | θα έχεις πλησιάσει | να έχεις πλησιάσει | |
3s | έχει πλησιάσει | είχε πλησιάσει | θα έχει πλησιάσει | να έχει πλησιάσει | |
1p | έχουμε πλησιάσει | είχαμε πλησιάσει | θα έχουμε πλησιάσει | να έχουμε πλησιάσει | |
2p | έχετε πλησιάσει | είχατε πλησιάσει | θα έχετε πλησιάσει | να έχετε πλησιάσει | |
3p | έχουν πλησιάσει | είχαν πλησιάσει | θα έχουν πλησιάσει | να έχουν πλησιάσει | |
Participle: | πλησιάζοντας | Non-finite ‡ | πλησιάσει | 35, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||