Definify.com
Definition 2024
πολικός
πολικός
Greek
Adjective
πολικός • (polikós) m (feminine πολική, neuter πολικό)
Declension
positive forms of πολικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πολικός | πολική | πολικό | πολικοί | πολικές | πολικά |
genitive | πολικού | πολικής | πολικού | πολικών | πολικών | πολικών |
accusative | πολικό | πολική | πολικό | πολικούς | πολικές | πολικά |
vocative | πολικέ | πολική | πολικό | πολικοί | πολικές | πολικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πολικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πολικός, etc.) |
Derived terms
- πολική αρκούδα f (polikí arkoúda, “polar bear”)
- Πολικός Αστέρας m (Polikós Astéras, “Pole Star”)
External links
- πολικός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el