Definify.com
Definition 2025
πολλαπλός
πολλαπλός
Greek
Adjective
πολλαπλός • (pollaplós) m (feminine πολλαπλή, neuter πολλαπλό)
Declension
positive forms of πολλαπλός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πολλαπλός | πολλαπλή | πολλαπλό | πολλαπλοί | πολλαπλές | πολλαπλά |
genitive | πολλαπλού | πολλαπλής | πολλαπλού | πολλαπλών | πολλαπλών | πολλαπλών |
accusative | πολλαπλό | πολλαπλή | πολλαπλό | πολλαπλούς | πολλαπλές | πολλαπλά |
vocative | πολλαπλέ | πολλαπλή | πολλαπλό | πολλαπλοί | πολλαπλές | πολλαπλά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πολλαπλός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πολλαπλός, etc.) |