Definify.com
Definition 2024
πολυσύχναστος
πολυσύχναστος
Greek
Adjective
πολυσύχναστος • (polysýchnastos) m (feminine πολυσύχναστη, neuter πολυσύχναστο)
- frequented, much frequented, busy
- πολυσύχναστη ταβέρνα ― polysýchnasti tavérna ― busy taverna
- πολυσύχναστο μονοπάτι ― polysýchnasto monopáti ― frequented footpath
Declension
positive forms of πολυσύχναστος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πολυσύχναστος | πολυσύχναστη | πολυσύχναστο | πολυσύχναστοι | πολυσύχναστες | πολυσύχναστα |
genitive | πολυσύχναστου | πολυσύχναστης | πολυσύχναστου | πολυσύχναστων | πολυσύχναστων | πολυσύχναστων |
accusative | πολυσύχναστο | πολυσύχναστη | πολυσύχναστο | πολυσύχναστους | πολυσύχναστες | πολυσύχναστα |
vocative | πολυσύχναστε | πολυσύχναστη | πολυσύχναστο | πολυσύχναστοι | πολυσύχναστες | πολυσύχναστα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πολυσύχναστος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πολυσύχναστος, etc.) |