Definify.com
Definition 2024
πολυτονικός
πολυτονικός
Greek
Adjective
πολυτονικός • (polytonikós) m (feminine πολυτονική, neuter πολυτονικό)
Declension
positive forms of πολυτονικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πολυτονικός | πολυτονική | πολυτονικό | πολυτονικοί | πολυτονικές | πολυτονικά |
genitive | πολυτονικού | πολυτονικής | πολυτονικού | πολυτονικών | πολυτονικών | πολυτονικών |
accusative | πολυτονικό | πολυτονική | πολυτονικό | πολυτονικούς | πολυτονικές | πολυτονικά |
vocative | πολυτονικέ | πολυτονική | πολυτονικό | πολυτονικοί | πολυτονικές | πολυτονικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πολυτονικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πολυτονικός, etc.) |
See also
- μονοτονικός (monotonikós, “monotonic”)