Definify.com
Definition 2024
πονοκέφαλος
πονοκέφαλος
Greek
An entry in the Greek phrasebook(Health)
Noun
πονοκέφαλος • (ponokéfalos) m (plural πονοκέφαλοι)
Declension
declension of πονοκέφαλος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πονοκέφαλος | πονοκέφαλοι |
genitive | πονοκεφάλου | πονοκεφάλων |
accusative | πονοκέφαλο | πονοκεφάλους |
vocative | πονοκέφαλε | πονοκέφαλοι |
Synonyms
- κεφαλαλγíα (kefalalgía)
- κεφαλόπονος (kefalóponos)