Definify.com
Definition 2024
πρασινωπός
πρασινωπός
Greek
Adjective
πρασινωπός • (prasinopós) m (feminine πρασινωπός, neuter πρασινωπός)
Declension
positive forms of πρασινωπός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πρασινωπός | πρασινωπή | πρασινωπό | πρασινωποί | πρασινωπές | πρασινωπά |
genitive | πρασινωπού | πρασινωπής | πρασινωπού | πρασινωπών | πρασινωπών | πρασινωπών |
accusative | πρασινωπό | πρασινωπή | πρασινωπό | πρασινωπούς | πρασινωπές | πρασινωπά |
vocative | πρασινωπέ | πρασινωπή | πρασινωπό | πρασινωποί | πρασινωπές | πρασινωπά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πρασινωπός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πρασινωπός, etc.) |
Related terms
- πράσινος (prásinos, “green”)