Definify.com

Definition 2024


προγραμματίζομαι

προγραμματίζομαι

Greek

Verb

προγραμματίζομαι (programmatízomai) (simple past προγραμματίστηκα, active form προγραμματίζω, passive)

  1. passive of προγραμματίζω (programmatízo)

Conjugation