Definify.com
Definition 2024
προγραμματίζω
προγραμματίζω
Greek
Verb
προγραμματίζω • (programmatízo) (simple past προγραμμάτισα, passive form προγραμματίζομαι)
Conjugation
προγραμματίζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | προγραμματίζω | προγραμμάτιζα | θα προγραμματίζω | να προγραμματίζω | |
2s | προγραμματίζεις | προγραμμάτιζες | θα προγραμματίζεις | να προγραμματίζεις | προγραμμάτιζε |
3s | προγραμματίζει | προγραμμάτιζε | θα προγραμματίζει | να προγραμματίζει | |
1p | προγραμματίζουμε, προγραμματίζομε | προγραμματίζαμε | θα προγραμματίζουμε, προγραμματίζομε | να προγραμματίζουμε, προγραμματίζομε | |
2p | προγραμματίζετε | προγραμματίζατε | θα προγραμματίζετε | να προγραμματίζετε | προγραμματίζετε |
3p | προγραμματίζουν, προγραμματίζουνε | προγραμμάτιζαν, προγραμματίζαν, προγραμματίζανε | θα προγραμματίζουν, προγραμματίζουνε | να προγραμματίζουν, προγραμματίζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | προγραμματίσω | προγραμμάτισα | θα προγραμματίσω | να προγραμματίσω | |
2s | προγραμματίσεις | προγραμμάτισες | θα προγραμματίσεις | να προγραμματίσεις | προγραμμάτισε |
3s | προγραμματίσει | προγραμμάτισε | θα προγραμματίσει | να προγραμματίσει | |
1p | προγραμματίσουμε, προγραμματίσομε | προγραμματίσαμε | θα προγραμματίσουμε, προγραμματίσομε | να προγραμματίσουμε, προγραμματίσομε | |
2p | προγραμματίσετε | προγραμματίσατε | θα προγραμματίσετε | να προγραμματίσετε | προγραμματίστε |
3p | προγραμματίσουν, προγραμματίσουνε | προγραμμάτισαν, προγραμματίσαν, προγραμματίσανε | θα προγραμματίσουν, προγραμματίσουνε | να προγραμματίσουν, προγραμματίσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω προγραμματίσει | είχα προγραμματίσει | θα έχω προγραμματίσει | να έχω προγραμματίσει | |
2s | έχεις προγραμματίσει | είχες προγραμματίσει | θα έχεις προγραμματίσει | να έχεις προγραμματίσει | |
3s | έχει προγραμματίσει | είχε προγραμματίσει | θα έχει προγραμματίσει | να έχει προγραμματίσει | |
1p | έχουμε προγραμματίσει | είχαμε προγραμματίσει | θα έχουμε προγραμματίσει | να έχουμε προγραμματίσει | |
2p | έχετε προγραμματίσει | είχατε προγραμματίσει | θα έχετε προγραμματίσει | να έχετε προγραμματίσει | |
3p | έχουν προγραμματίσει | είχαν προγραμματίσει | θα έχουν προγραμματίσει | να έχουν προγραμματίσει | |
Participle: | προγραμματίζοντας | Non-finite ‡ | προγραμματίσει | 33, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||