Definify.com
Definition 2024
προγραμματισμός
προγραμματισμός
Greek
Noun
προγραμματισμός • (programmatismós) m (plural προγραμματισμοί)
Declension
declension of προγραμματισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | προγραμματισμός | προγραμματισμοί |
genitive | προγραμματισμού | προγραμματισμών |
accusative | προγραμματισμό | προγραμματισμούς |
vocative | προγραμματισμέ | προγραμματισμοί |
Derived terms
- γλώσσα προγραμματισμού f (glóssa programmatismoú, “programming language”)
- αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός m (antikeimenostrefís programmatismós, “object-oriented programming”)
External links
- προγραμματισμός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el