Definify.com
Definition 2024
προοδευτικός
προοδευτικός
Greek
Adjective
προοδευτικός • (proodeftikós) m (feminine προοδευτική, neuter προοδευτικό)
Declension
positive forms of προοδευτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | προοδευτικός | προοδευτική | προοδευτικό | προοδευτικοί | προοδευτικές | προοδευτικά |
genitive | προοδευτικού | προοδευτικής | προοδευτικού | προοδευτικών | προοδευτικών | προοδευτικών |
accusative | προοδευτικό | προοδευτική | προοδευτικό | προοδευτικούς | προοδευτικές | προοδευτικά |
vocative | προοδευτικέ | προοδευτική | προοδευτικό | προοδευτικοί | προοδευτικές | προοδευτικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο προοδευτικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο προοδευτικός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | προοδευτικότερος | προοδευτικότερη | προοδευτικότερο | προοδευτικότεροι | προοδευτικότερες | προοδευτικότερα |
genitive | προοδευτικότερου | προοδευτικότερης | προοδευτικότερου | προοδευτικότερων | προοδευτικότερων | προοδευτικότερων |
accusative | προοδευτικότερο | προοδευτικότερη | προοδευτικότερο | προοδευτικότερους | προοδευτικότερες | προοδευτικότερα |
vocative | προοδευτικότερε | προοδευτικότερη | προοδευτικότερο | προοδευτικότεροι | προοδευτικότερες | προοδευτικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο προοδευτικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | προοδευτικότατος | προοδευτικότατη | προοδευτικότατο | προοδευτικότατοι | προοδευτικότατες | προοδευτικότατα |
genitive | προοδευτικότατου | προοδευτικότατης | προοδευτικότατου | προοδευτικότατων | προοδευτικότατων | προοδευτικότατων |
accusative | προοδευτικότατο | προοδευτικότατη | προοδευτικότατο | προοδευτικότατους | προοδευτικότατες | προοδευτικότατα |
vocative | προοδευτικότατε | προοδευτικότατη | προοδευτικότατο | προοδευτικότατοι | προοδευτικότατες | προοδευτικότατα |