Definify.com
Definition 2024
προσβλητικός
προσβλητικός
Greek
Adjective
προσβλητικός • (prosvlitikós) m (feminine προσβλητική, neuter προσβλητικό)
Declension
positive forms of προσβλητικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | προσβλητικός | προσβλητική | προσβλητικό | προσβλητικοί | προσβλητικές | προσβλητικά |
genitive | προσβλητικού | προσβλητικής | προσβλητικού | προσβλητικών | προσβλητικών | προσβλητικών |
accusative | προσβλητικό | προσβλητική | προσβλητικό | προσβλητικούς | προσβλητικές | προσβλητικά |
vocative | προσβλητικέ | προσβλητική | προσβλητικό | προσβλητικοί | προσβλητικές | προσβλητικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο προσβλητικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο προσβλητικός, etc.) |