Definify.com
Definition 2025
προσεκτικός
προσεκτικός
Greek
Alternative forms
- προσεχτικός (prosechtikós)
Adjective
προσεκτικός • (prosektikós) m (feminine προσεκτική, neuter προσεκτικό)
Declension
positive forms of προσεκτικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | προσεκτικός | προσεκτική | προσεκτικό | προσεκτικοί | προσεκτικές | προσεκτικά |
| genitive | προσεκτικού | προσεκτικής | προσεκτικού | προσεκτικών | προσεκτικών | προσεκτικών |
| accusative | προσεκτικό | προσεκτική | προσεκτικό | προσεκτικούς | προσεκτικές | προσεκτικά |
| vocative | προσεκτικέ | προσεκτική | προσεκτικό | προσεκτικοί | προσεκτικές | προσεκτικά |
| derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο προσεκτικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο προσεκτικός, etc.) |
|||||
degrees of comparison by suffixation
| comparative | singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | προσεκτικότερος | προσεκτικότερη | προσεκτικότερο | προσεκτικότεροι | προσεκτικότερες | προσεκτικότερα |
| genitive | προσεκτικότερου | προσεκτικότερης | προσεκτικότερου | προσεκτικότερων | προσεκτικότερων | προσεκτικότερων |
| accusative | προσεκτικότερο | προσεκτικότερη | προσεκτικότερο | προσεκτικότερους | προσεκτικότερες | προσεκτικότερα |
| vocative | προσεκτικότερε | προσεκτικότερη | προσεκτικότερο | προσεκτικότεροι | προσεκτικότερες | προσεκτικότερα |
| derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο προσεκτικότερος", etc) | |||||
| absolute superlative | singular | plural | ||||
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | προσεκτικότατος | προσεκτικότατη | προσεκτικότατο | προσεκτικότατοι | προσεκτικότατες | προσεκτικότατα |
| genitive | προσεκτικότατου | προσεκτικότατης | προσεκτικότατου | προσεκτικότατων | προσεκτικότατων | προσεκτικότατων |
| accusative | προσεκτικότατο | προσεκτικότατη | προσεκτικότατο | προσεκτικότατους | προσεκτικότατες | προσεκτικότατα |
| vocative | προσεκτικότατε | προσεκτικότατη | προσεκτικότατο | προσεκτικότατοι | προσεκτικότατες | προσεκτικότατα |