Definify.com
Definition 2024
προστατευόμενος
προστατευόμενος
Greek
Participle
προστατευόμενος • (prostatevómenos) m (perfect, feminine προστατευόμενη, neuter προστατευόμενο)
- protected
- Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης ― Prostatevómeni Onomasía Proélefsis ― Protected Designation of Origin
Declension
positive forms of προστατευόμενος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | προστατευόμενος | προστατευόμενη | προστατευόμενο | προστατευόμενοι | προστατευόμενες | προστατευόμενα |
genitive | προστατευόμενου | προστατευόμενης | προστατευόμενου | προστατευόμενων | προστατευόμενων | προστατευόμενων |
accusative | προστατευόμενο | προστατευόμενη | προστατευόμενο | προστατευόμενους | προστατευόμενες | προστατευόμενα |
vocative | προστατευόμενε | προστατευόμενη | προστατευόμενο | προστατευόμενοι | προστατευόμενες | προστατευόμενα |
Related terms
- προστατεύω (prostatévo, “to protect”)
- and see: προστασία f (prostasía, “protection”)