Definify.com
Definition 2024
προστατεύω
προστατεύω
Greek
Verb
προστατεύω • (prostatévo) (simple past προστάτεψα, passive form προστατεύομαι)
Conjugation
προστατεύω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | προστατεύω | προστάτευα | θα προστατεύω | να προστατεύω | |
2s | προστατεύεις | προστάτευες | θα προστατεύεις | να προστατεύεις | προστάτευε |
3s | προστατεύει | προστάτευε | θα προστατεύει | να προστατεύει | |
1p | προστατεύουμε, προστατεύομε | προστατεύαμε | θα προστατεύουμε, προστατεύομε | να προστατεύουμε, προστατεύομε | |
2p | προστατεύετε | προστατεύατε | θα προστατεύετε | να προστατεύετε | προστατεύετε |
3p | προστατεύουν, προστατεύουνε | προστάτευαν, προστατεύαν, προστατεύανε | θα προστατεύουν, προστατεύουνε | να προστατεύουν, προστατεύουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | προστατέψω | προστάτεψα, προστάτευα | θα προστατέψω | να προστατέψω | |
2s | προστατέψεις | προστάτεψες, προστάτευες | θα προστατέψεις | να προστατέψεις | προστάτευσε |
3s | προστατέψει | προστάτεψε, προστάτευε | θα προστατέψει | να προστατέψει | |
1p | προστατέψουμε, προστατέψομε | προστατέψαμε, αμε | θα προστατέψουμε, προστατέψομε | να προστατέψουμε, προστατέψομε | |
2p | προστατέψετε | προστατέψατε, ατε | θα προστατέψετε | να προστατέψετε | προστατεύστε |
3p | προστατέψουν, προστατέψουνε | προστάτεψαν, προστατέψανε, προστάτευαν, προστατέψανε | θα προστατέψουν, προστατέψουνε | να προστατέψουν, προστατέψουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω προστατέψει | είχα προστατέψει | θα έχω προστατέψει | να έχω προστατέψει | |
2s | έχεις προστατέψει | είχες προστατέψει | θα έχεις προστατέψει | να έχεις προστατέψει | έχε προστατευμένο |
3s | έχει προστατέψει | είχε προστατέψει | θα έχει προστατέψει | να έχει προστατέψει | |
1p | έχουμε προστατέψει | είχαμε προστατέψει | θα έχουμε προστατέψει | να έχουμε προστατέψει | |
2p | έχετε προστατέψει | είχατε προστατέψει | θα έχετε προστατέψει | να έχετε προστατέψει | έχετε προστατευμένο |
3p | έχουν προστατέψει | είχαν προστατέψει | θα έχουν προστατέψει | να έχουν προστατέψει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) προστατευμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) προστατευμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) προστατευμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) προστατευμένο | ||||
Participle: | προστατεύοντας | Non-finite ‡ | προστατέψει | 17, 1g | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- see: προστασία f (prostasía, “protection”)