Definify.com
Definition 2025
προφητικός
προφητικός
Greek
Adjective
προφητικός • (profitikós) m (feminine προφητική, neuter προφητικό)
Declension
positive forms of προφητικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | προφητικός | προφητική | προφητικό | προφητικοί | προφητικές | προφητικά |
genitive | προφητικού | προφητικής | προφητικού | προφητικών | προφητικών | προφητικών |
accusative | προφητικό | προφητική | προφητικό | προφητικούς | προφητικές | προφητικά |
vocative | προφητικέ | προφητική | προφητικό | προφητικοί | προφητικές | προφητικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο προφητικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο προφητικός, etc.) |
Related terms
- see: προφήτης m (profítis, “prophet”)