Definify.com
Definition 2024
προχωρώ
προχωρώ
Greek
Alternative forms
- προχωράω (prochoráo)
Verb
προχωρώ • (prochoró) (simple past προχώρησα, passive form —)
- move, forward, advance, progress, proceed
- (with σε) start to do
- Θα προχωρήσουμε στην υλοποίηση του έργου.
- Tha prochorísoume stin ylopoíisi tou érgou.
- We will start the realisation of the project.
- Θα προχωρήσουμε στην υλοποίηση του έργου.
Conjugation
προχωρώ
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | προχωρώ, προχωράω | προχωρούσα, προχώραγα | θα προχωρώ, θα προχωράω | να προχωρώ, να προχωράω | |
2s | προχωρείς, προχωράς | προχωρούσες, προχώραγες | θα προχωράς, θα προχωρείς | να προχωράς, να προχωρείς | προχώρα, προχώραγε |
3s | προχωρεί, προχωράει, προχωρά | προχωρούσε, προχώραγε | θα προχωρά, θα προχωρεί, θα προχωράει | να προχωρά, να προχωρεί, να προχωράει | |
1p | προχωράμε, προχωρούμε | προχωρούσαμε, προχωράγαμε | θα προχωρούμε | να προχωρούμε | |
2p | προχωράτε, προχωρείτε | προχωρούσατε, προχωράγατε | θα προχωράτε, θα προχωρείτε | να προχωράτε, να προχωρείτε | προχωράτε |
3p | προχωράνε, προχωράν, προχωρούν, προχωρούνε | προχωρούσαν, προχωρούσανε, προχώραγαν, προχωράγανε | θα προχωρούν, θα προχωρούνε, θα προχωράνε, θα προχωράν | να προχωρούν, να προχωρούνε, να προχωράνε, να προχωράν | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | προχωρήσω | προχώρησα | θα προχωρήσω | να προχωρήσω | |
2s | προχωρήσεις | προχώρησες | θα προχωρήσεις | να προχωρήσεις | προχώρησε, προχώρα |
3s | προχωρήσει | προχώρησε | θα προχωρήσει | να προχωρήσει | |
1p | προχωρήσουμε, προχωρήσομε | προχωρήσαμε | θα προχωρήσουμε, θα προχωρήσομε | να προχωρήσουμε, να προχωρήσομε | |
2p | προχωρήσετε | προχωρήσατε | θα προχωρήσετε | να προχωρήσετε | προχωρήστε |
3p | προχωρήσουν, προχωρήσουνε | προχώρησαν, προχωρήσανε, προχωρήσαν | θα προχωρήσουν, θα προχωρήσουνε | να προχωρήσουν, να προχωρήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω προχωρήσει | είχα προχωρήσει | θα έχω προχωρήσει | να έχω προχωρήσει | |
2s | έχεις προχωρήσει | είχες προχωρήσει | θα έχεις προχωρήσει | να έχεις προχωρήσει | |
3s | έχει προχωρήσει | είχε προχωρήσει | θα έχει προχωρήσει | να έχει προχωρήσει | |
1p | έχουμε προχωρήσει | είχαμε προχωρήσει | θα έχουμε προχωρήσει | να έχουμε προχωρήσει | |
2p | έχετε προχωρήσει | είχατε προχωρήσει | θα έχετε προχωρήσει | να έχετε προχωρήσει | |
3p | έχουν προχωρήσει | είχαν προχωρήσει | θα έχουν προχωρήσει | να έχουν προχωρήσει | |
Participle: | προχωρώντας | Non-finite ‡ | προχωρήσει | 58/73, ησ, 2AB1d, 2AΒ1 | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||