Definify.com
Definition 2025
πρωτότυπος
πρωτότυπος
Greek
Adjective
πρωτότυπος • (protótypos) m (feminine πρωτότυπη, neuter πρωτότυπο)
Declension
positive forms of πρωτότυπος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πρωτότυπος | πρωτότυπη | πρωτότυπο | πρωτότυποι | πρωτότυπες | πρωτότυπα |
genitive | πρωτότυπου | πρωτότυπης | πρωτότυπου | πρωτότυπων | πρωτότυπων | πρωτότυπων |
accusative | πρωτότυπο | πρωτότυπη | πρωτότυπο | πρωτότυπους | πρωτότυπες | πρωτότυπα |
vocative | πρωτότυπε | πρωτότυπη | πρωτότυπο | πρωτότυποι | πρωτότυπες | πρωτότυπα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πρωτότυπος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πρωτότυπος, etc.) |