Definify.com
Definition 2024
πρόβειος
πρόβειος
Greek
Alternative forms
- πρόβιος (próvios)
Adjective
πρόβειος • (próveios) m (feminine πρόβεια, neuter πρόβειο)
- sheep
- πρόβειο κρέας ― próveio kréas ― mutton
Declension
positive forms of πρόβειος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πρόβειος | πρόβεια | πρόβειο | πρόβειοι | πρόβειες | πρόβεια |
genitive | πρόβειου | πρόβειας | πρόβειου | πρόβειων | πρόβειων | πρόβειων |
accusative | πρόβειο | πρόβεια | πρόβειο | πρόβειους | πρόβειες | πρόβεια |
vocative | πρόβειε | πρόβεια | πρόβειο | πρόβειοι | πρόβειες | πρόβεια |