Definify.com
Definition 2024
πρόβιος
πρόβιος
Greek
Adjective
πρόβιος • (próvios) m (feminine πρόβια, neuter πρόβιο)
- Alternative form of πρόβειος (próveios)
Declension
positive forms of πρόβιος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πρόβιος | πρόβια | πρόβιο | πρόβιοι | πρόβιες | πρόβια |
genitive | πρόβιου | πρόβιας | πρόβιου | πρόβιων | πρόβιων | πρόβιων |
accusative | πρόβιο | πρόβια | πρόβιο | πρόβιους | πρόβιες | πρόβια |
vocative | πρόβιε | πρόβια | πρόβιο | πρόβιοι | πρόβιες | πρόβια |