Definify.com
Definition 2025
ρεζιλεύω
ρεζιλεύω
Greek
Verb
ρεζιλεύω • (rezilévo) (simple past ρεζίλεψα, passive form ρεζιλεύομαι)
- humiliate, make the laughing stock, make to look ridiculous
Conjugation
ρεζιλεύω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | ρεζιλεύω | ρεζίλευα | θα ρεζιλεύω | να ρεζιλεύω | |
2s | ρεζιλεύεις | ρεζίλευες | θα ρεζιλεύεις | να ρεζιλεύεις | ρεζίλευε |
3s | ρεζιλεύει | ρεζίλευε | θα ρεζιλεύει | να ρεζιλεύει | |
1p | ρεζιλεύουμε, ρεζιλεύομε | ρεζιλεύαμε | θα ρεζιλεύουμε, ρεζιλεύομε | να ρεζιλεύουμε, ρεζιλεύομε | |
2p | ρεζιλεύετε | ρεζιλεύατε | θα ρεζιλεύετε | να ρεζιλεύετε | ρεζιλεύετε |
3p | ρεζιλεύουν, ρεζιλεύουνε | ρεζίλευαν, ρεζιλεύαν, ρεζιλεύανε | θα ρεζιλεύουν, ρεζιλεύουνε | να ρεζιλεύουν, ρεζιλεύουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | ρεζιλέψω | ρεζίλεψα | θα ρεζιλέψω | να ρεζιλέψω | |
2s | ρεζιλέψεις | ρεζίλεψες | θα ρεζιλέψεις | να ρεζιλέψεις | ρεζίλεψε |
3s | ρεζιλέψει | ρεζίλεψε | θα ρεζιλέψει | να ρεζιλέψει | |
1p | ρεζιλέψουμε, ρεζιλέψομε | ρεζιλέψαμε | θα ρεζιλέψουμε, ρεζιλέψομε | να ρεζιλέψουμε, ρεζιλέψομε | |
2p | ρεζιλέψετε | ρεζιλέψατε | θα ρεζιλέψετε | να ρεζιλέψετε | ρεζιλέψτε, ρεζιλεύτε |
3p | ρεζιλέψουν, ρεζιλέψουνε | ρεζίλεψαν, ρεζιλέψαν, ρεζιλέψανε | θα ρεζιλέψουν, ρεζιλέψουνε | να ρεζιλέψουν, ρεζιλέψουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω ρεζιλέψει | είχα ρεζιλέψει | θα έχω ρεζιλέψει | να έχω ρεζιλέψει | |
2s | έχεις ρεζιλέψει | είχες ρεζιλέψει | θα έχεις ρεζιλέψει | να έχεις ρεζιλέψει | έχε ρεζιλεμένο |
3s | έχει ρεζιλέψει | είχε ρεζιλέψει | θα έχει ρεζιλέψει | να έχει ρεζιλέψει | |
1p | έχουμε ρεζιλέψει | είχαμε ρεζιλέψει | θα έχουμε ρεζιλέψει | να έχουμε ρεζιλέψει | |
2p | έχετε ρεζιλέψει | είχατε ρεζιλέψει | θα έχετε ρεζιλέψει | να έχετε ρεζιλέψει | έχετε ρεζιλεμένο |
3p | έχουν ρεζιλέψει | είχαν ρεζιλέψει | θα έχουν ρεζιλέψει | να έχουν ρεζιλέψει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ρεζιλεμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ρεζιλεμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ρεζιλεμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ρεζιλεμένο | ||||
Participle: | ρεζιλεύοντας | Non-finite ‡ | ρεζιλέψει | 17, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||