Definify.com
Definition 2024
σηκώνω
σηκώνω
Greek
Verb
σηκώνω • (sikóno) (simple past σήκωσα, passive form σηκώνομαι)
Conjugation
σηκώνω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | σηκώνω | σήκωνα | θα σηκώνω | να σηκώνω | |
2s | σηκώνεις | σήκωνες | θα σηκώνεις | να σηκώνεις | σήκωνε |
3s | σηκώνει | σήκωνε | θα σηκώνει | να σηκώνει | |
1p | σηκώνουμε, σηκώνομε | σηκώναμε | θα σηκώνουμε, σηκώνομε | να σηκώνουμε, σηκώνομε | |
2p | σηκώνετε | σηκώνατε | θα σηκώνετε | να σηκώνετε | σηκώνετε |
3p | σηκώνουν, σηκώνουνε | σήκωναν, σηκώναν, σηκώνανε | θα σηκώνουν, σηκώνουνε | να σηκώνουν, σηκώνουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | σηκώσω | σήκωσα | θα σηκώσω | να σηκώσω | |
2s | σηκώσεις | σήκωσες | θα σηκώσεις | να σηκώσεις | σήκωσε |
3s | σηκώσει | σήκωσε | θα σηκώσει | να σηκώσει | |
1p | σηκώσουμε, σηκώσομε | σηκώσαμε | θα σηκώσουμε, σηκώσομε | να σηκώσουμε, σηκώσομε | |
2p | σηκώσετε | σηκώσατε | θα σηκώσετε | να σηκώσετε | σηκώστε, σηκώσετε |
3p | σηκώσουν, σηκώσουνε | σήκωσαν, σηκώσαν, σηκώσανε | θα σηκώσουν, σηκώσουνε | να σηκώσουν, σηκώσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω σηκώσει | είχα σηκώσει | θα έχω σηκώσει | να έχω σηκώσει | |
2s | έχεις σηκώσει | είχες σηκώσει | θα έχεις σηκώσει | να έχεις σηκώσει | έχε σηκωμένο |
3s | έχει σηκώσει | είχε σηκώσει | θα έχει σηκώσει | να έχει σηκώσει | |
1p | έχουμε σηκώσει | είχαμε σηκώσει | θα έχουμε σηκώσει | να έχουμε σηκώσει | |
2p | έχετε σηκώσει | είχατε σηκώσει | θα έχετε σηκώσει | να έχετε σηκώσει | έχετε σηκωμένο |
3p | έχουν σηκώσει | είχαν σηκώσει | θα έχουν σηκώσει | να έχουν σηκώσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) σηκωμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) σηκωμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) σηκωμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) σηκωμένο | ||||
Participle: | σηκώνοντας | Non-finite ‡ | σηκώσει | 3, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||