Definify.com
Definition 2024
σημαντικός
σημαντικός
Ancient Greek
- (4th AD Koine) IPA(key): /simantikós/
- (10th AD Byzantine) IPA(key): /simantikós/
- (15th AD Constantinopolitan) IPA(key): /simantikós/
Adjective
σημαντικός • (sēmantikós) m (feminine σημαντική, neuter σημαντικόν); first/second declension
- significant, giving signs
Inflection
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case / Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||
Nominative | σημαντικός | σημαντική | σημαντικόν | σημαντικώ | σημαντικᾱ́ | σημαντικώ | σημαντικοί | σημαντικαί | σημαντικᾰ́ | |||
Genitive | σημαντικοῦ | σημαντικῆς | σημαντικοῦ | σημαντικοῖν | σημαντικαῖν | σημαντικοῖν | σημαντικῶν | σημαντικῶν | σημαντικῶν | |||
Dative | σημαντικῷ | σημαντικῇ | σημαντικῷ | σημαντικοῖν | σημαντικαῖν | σημαντικοῖν | σημαντικοῖς | σημαντικαῖς | σημαντικοῖς | |||
Accusative | σημαντικόν | σημαντικήν | σημαντικόν | σημαντικώ | σημαντικᾱ́ | σημαντικώ | σημαντικούς | σημαντικᾱ́ς | σημαντικᾰ́ | |||
Vocative | σημαντικέ | σημαντική | σημαντικόν | σημαντικώ | σημαντικᾱ́ | σημαντικώ | σημαντικοί | σημαντικαί | σημαντικᾰ́ | |||
Derived terms
- ἐπισημαντικός (episēmantikós)
- κατασημαντικός (katasēmantikós)
- παρασημαντικός (parasēmantikós)
- προσημαντικός (prosēmantikós)
- συσσημαντικός (sussēmantikós)
References
- σημαντικός in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- «σημαντικός» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
- Woodhouse, S. C. (1910) English-Greek Dictionary: A Vocabulary of the Attic Language, London: Routledge & Kegan Paul Limited.
- significant idem, page 775.
Greek
Adjective
σημαντικός • (simantikós) m (feminine σημαντική, neuter σημαντικό)
Declension
positive forms of σημαντικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | σημαντικός | σημαντική | σημαντικό | σημαντικοί | σημαντικές | σημαντικά |
genitive | σημαντικού | σημαντικής | σημαντικού | σημαντικών | σημαντικών | σημαντικών |
accusative | σημαντικό | σημαντική | σημαντικό | σημαντικούς | σημαντικές | σημαντικά |
vocative | σημαντικέ | σημαντική | σημαντικό | σημαντικοί | σημαντικές | σημαντικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σημαντικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σημαντικός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | σημαντικότερος | σημαντικότερη | σημαντικότερο | σημαντικότεροι | σημαντικότερες | σημαντικότερα |
genitive | σημαντικότερου | σημαντικότερης | σημαντικότερου | σημαντικότερων | σημαντικότερων | σημαντικότερων |
accusative | σημαντικότερο | σημαντικότερη | σημαντικότερο | σημαντικότερους | σημαντικότερες | σημαντικότερα |
vocative | σημαντικότερε | σημαντικότερη | σημαντικότερο | σημαντικότεροι | σημαντικότερες | σημαντικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο σημαντικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | σημαντικότατος | σημαντικότατη | σημαντικότατο | σημαντικότατοι | σημαντικότατες | σημαντικότατα |
genitive | σημαντικότατου | σημαντικότατης | σημαντικότατου | σημαντικότατων | σημαντικότατων | σημαντικότατων |
accusative | σημαντικότατο | σημαντικότατη | σημαντικότατο | σημαντικότατους | σημαντικότατες | σημαντικότατα |
vocative | σημαντικότατε | σημαντικότατη | σημαντικότατο | σημαντικότατοι | σημαντικότατες | σημαντικότατα |