Definify.com

Definition 2024


σκαλίζω

σκαλίζω

Greek

Verb

σκαλίζω (skalízo) (simple past σκάλισα)

  1. hoe, cultivate, dig around

Conjugation

Related terms

  • σκάλισμα n (skálisma, hoeing, scratching)
  • σκαλιστήρι n (skalistíri, hoe)
  • σκαλιστός (skalistós, carved)