Definify.com

Definition 2024


σπαστός

σπαστός

Greek

Adjective

σπαστός (spastós) m (feminine σπαστή, neuter σπαστό)

  1. split, folding, hinged, pivoted
    σπαστό ποδήλατο (folding bicycle)
    σπαστό βραχίονα (hinged arm)
  2. broken, cracked
  3. wavy
    σπαστά μαλλιά (wavy hair)

Declension