Definify.com
Definition 2024
στιγματίζομαι
στιγματίζομαι
Greek
Verb
στιγματίζομαι • (stigmatízomai) (simple past στιγματίστηκα, active form στιγματίζω, passive)
- passive of στιγματίζω (stigmatízo)
Conjugation
στιγματίζομαι
Non-past tenses | Past tenses | |||
---|---|---|---|---|
Imperfective | Present | Continuous future | Imperfect | |
1st person | sg | στιγματίζομαι | θα στιγματίζομαι | στιγματιζόμουν, στιγματιζόμουνα |
2nd person | στιγματίζεσαι | θα στιγματίζεσαι | στιγματιζόσουν, στιγματιζόσουνα | |
3rd person | στιγματίζεται | θα στιγματίζεται | στιγματιζόταν, στιγματιζότανε | |
1st person | pl | στιγματιζόμαστε | θα στιγματιζόμαστε | στιγματιζόμασταν, στιγματιζόμαστε2 |
2nd person | στιγματίζεστε, στιγματιζόσαστε1 | θα στιγματίζεστε, στιγματιζόσαστε1 | στιγματιζόσασταν, στιγματιζόσαστε2 | |
3rd person | στιγματίζονται | θα στιγματίζονται | στιγματίζονταν, στιγματιζόντανε, στιγματιζόντουσαν | |
Perfective | Dependent† | Simple future | Simple past (Aorist) | |
1st person | sg | στιγματιστώ | θα στιγματιστώ | στιγματίστηκα |
2nd person | στιγματιστείς | θα στιγματιστείς | στιγματίστηκες | |
3rd person | στιγματιστεί | θα στιγματιστεί | στιγματίστηκε | |
1st person | pl | στιγματιστούμε | θα στιγματιστούμε | στιγματιστήκαμε |
2nd person | στιγματιστείτε | θα στιγματιστείτε | στιγματιστήκατε | |
3rd person | στιγματιστούν, στιγματιστούνε | θα στιγματιστούν, θα στιγματιστούνε | στιγματίστηκαν, στιγματιστήκανε | |
Imperative | Imperfective | Perfective | ||
2nd person | sg | —3 | στιγματίσου | |
2nd person | pl | —3 | στιγματιστείτε | |
Perfect tenses | ||||
Perfect | έχω στιγματιστεί, έχεις στιγματιστεί έχει στιγματιστεί, … | |||
Future perfect | θα έχω στιγματιστεί, θα έχεις στιγματιστεί, θα έχει στιγματιστεί, … | |||
Past perfect | είχα στιγματιστεί, είχες στιγματιστεί, είχε στιγματιστεί, … | |||
Subjunctive | ||||
Continuous | The present tense form preceded by να, ας, etc | |||
Simple | The dependent form preceded by να, ας, etc | |||
Past perfect | The perfect tense form preceded by να, ας, etc | |||
When multiple forms are listed above the first will usually be the most common; additional forms may be rare and not given by all sources. | ||||
† The dependent form is not used independently, negative and tense forms of the verb are produced when the dependent is preceded by the appropriate particle. The dependent 3rd person singular, the non-finite form, is used with the auxiliary verb έχω in the most common perfect tense forms. 1. Colloquial forms 2. Identical to present tense form 3. The existance of these forms is doubtful | ||||