Definify.com
Definition 2024
στιγματίζω
στιγματίζω
Greek
Verb
στιγματίζω • (stigmatízo) (simple past στιγμάτισα, passive form στιγματίζομαι)
- stigmatise (UK), stigmatize (US); brand, label
- Ένας άνθρωπος στιγματισμένος ως κλέφτης δεν μπορεί να βρει εύκολα δουλειά.
- Énas ánthropos stigmatisménos os kléftis den boreí na vrei éfkola douleiá.
- A man labelled as a thief will find work easily.
- Ένας άνθρωπος στιγματισμένος ως κλέφτης δεν μπορεί να βρει εύκολα δουλειά.
- tarnish, disgrace
Conjugation
στιγματίζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | στιγματίζω | στιγμάτιζα | θα στιγματίζω | να στιγματίζω | |
2s | στιγματίζεις | στιγμάτιζες | θα στιγματίζεις | να στιγματίζεις | στιγμάτιζε |
3s | στιγματίζει | στιγμάτιζε | θα στιγματίζει | να στιγματίζει | |
1p | στιγματίζουμε, στιγματίζομε | στιγματίζαμε | θα στιγματίζουμε, στιγματίζομε | να στιγματίζουμε, στιγματίζομε | |
2p | στιγματίζετε | στιγματίζατε | θα στιγματίζετε | να στιγματίζετε | στιγματίζετε |
3p | στιγματίζουν, στιγματίζουνε | στιγμάτιζαν, στιγματίζαν, στιγματίζανε | θα στιγματίζουν, στιγματίζουνε | να στιγματίζουν, στιγματίζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | στιγματίσω | στιγμάτισα | θα στιγματίσω | να στιγματίσω | |
2s | στιγματίσεις | στιγμάτισες | θα στιγματίσεις | να στιγματίσεις | στιγμάτισε |
3s | στιγματίσει | στιγμάτισε | θα στιγματίσει | να στιγματίσει | |
1p | στιγματίσουμε, στιγματίσομε | στιγματίσαμε | θα στιγματίσουμε, στιγματίσομε | να στιγματίσουμε, στιγματίσομε | |
2p | στιγματίσετε | στιγματίσατε | θα στιγματίσετε | να στιγματίσετε | στιγματίστε |
3p | στιγματίσουν, στιγματίσουνε | στιγμάτισαν, στιγματίσαν, στιγματίσανε | θα στιγματίσουν, στιγματίσουνε | να στιγματίσουν, στιγματίσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω στιγματίσει | είχα στιγματίσει | θα έχω στιγματίσει | να έχω στιγματίσει | |
2s | έχεις στιγματίσει | είχες στιγματίσει | θα έχεις στιγματίσει | να έχεις στιγματίσει | |
3s | έχει στιγματίσει | είχε στιγματίσει | θα έχει στιγματίσει | να έχει στιγματίσει | |
1p | έχουμε στιγματίσει | είχαμε στιγματίσει | θα έχουμε στιγματίσει | να έχουμε στιγματίσει | |
2p | έχετε στιγματίσει | είχατε στιγματίσει | θα έχετε στιγματίσει | να έχετε στιγματίσει | |
3p | έχουν στιγματίσει | είχαν στιγματίσει | θα έχουν στιγματίσει | να έχουν στιγματίσει | |
Participle: | στιγματίζοντας | Non-finite ‡ | στιγματίσει | 33, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- see: στίγμα n (stígma, “stigma, disgrace”)