Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
στις
στις
Greek
Contraction
στις
•
(
stis
)
Contraction of
σε
τις
(
se tis
,
“
to the
”
)
.
Πήγα
στις
φίλες.
(
I went to the friends.
)
Δεν ήμουν
στις
δέκα πρώτες.
(
I wasn't in the first ten.
)
Καλοκαίρι
στις
Κυκλάδες.
(
Summer at the Cyclades.
)
Related terms
σε
τον
στον
σε
του
στου
σε
τους
στους
σε
των
στων
σε
τη
στη
σε
της
στης
σε
την
στην
σε
τις
στις
σε
το
στο
σε
τα
στα
Etymology
Ultimate origin is from
Ancient Greek
εἰς
(
eis
,
“
to, in
”
)
+
τάς
(
tás
,
“
the
”
)
Pronunciation
IPA
(key)
:
/ˈstis/
Homophone:
στης
(
stis
)
Similar Results