Definify.com

Definition 2024


στον

στον

Greek

Contraction

στον (ston)

  1. Contraction of σε τον (se ton, to the).
    Πήγα στον γιατρό. (I went to the doctor.)
    Κοιμόμασταν στον Βόλο. (We slept in Volos.)
    Το ξενοδοχείο στον Βόλο. (The hotel at Volos.)

Related terms