Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
στον
στον
Greek
Contraction
στον
•
(
ston
)
Contraction of
σε
τον
(
se ton
,
“
to the
”
)
.
Πήγα
στον
γιατρό.
(
I went to the doctor.
)
Κοιμόμασταν
στον
Βόλο.
(
We slept in Volos.
)
Το ξενοδοχείο
στον
Βόλο.
(
The hotel at Volos.
)
Related terms
σε
τον
στον
σε
του
στου
σε
τους
στους
σε
των
στων
σε
τη
στη
σε
της
στης
σε
την
στην
σε
τις
στις
σε
το
στο
σε
τα
στα
Etymology
Ultimate origin is from
Ancient Greek
εἰς
(
eis
,
“
to, in
”
)
+
τόν
(
tón
,
“
the
”
)
Pronunciation
IPA
(key)
:
/ˈston/
Homophone:
στων
(
ston
)
Similar Results