Definify.com
Definition 2024
στροφαλοφόρος
στροφαλοφόρος
Greek
Adjective
στροφαλοφόρος • (strofalofóros) m (feminine στροφαλοφόρα, neuter στροφαλοφόρο)
Declension
positive forms of στροφαλοφόρος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | στροφαλοφόρος | στροφαλοφόρα | στροφαλοφόρο | στροφαλοφόροι | στροφαλοφόρες | στροφαλοφόρα |
genitive | στροφαλοφόρου | στροφαλοφόρας | στροφαλοφόρου | στροφαλοφόρων | στροφαλοφόρων | στροφαλοφόρων |
accusative | στροφαλοφόρο | στροφαλοφόρα | στροφαλοφόρο | στροφαλοφόρους | στροφαλοφόρες | στροφαλοφόρα |
vocative | στροφαλοφόρε | στροφαλοφόρα | στροφαλοφόρο | στροφαλοφόροι | στροφαλοφόρες | στροφαλοφόρα |
Related terms
- στρόφαλος m (strófalos, “crank”)
- στροφαλοφόρος άξονας m (strofalofóros áxonas, “crankshaft”)