Definify.com
Definition 2024
στροφαλοφόρος_άξονας
στροφαλοφόρος άξονας
Greek
Noun
στροφαλοφόρος άξονας • (strofalofóros áxonas) m (plural στροφαλοφόροι άξονες)
- (automotive) crankshaft
στροφαλοφόρος άξονας • (strofalofóros áxonas) m (plural στροφαλοφόροι άξονες)