Definify.com
Definition 2024
στυμμένος
στυμμένος
Greek
Participle
στυμμένος • (stymménos) m (perfect, feminine στυμμένη, neuter στυμμένο)
Declension
positive forms of στυμμένος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | στυμμένος | στυμμένη | στυμμένο | στυμμένοι | στυμμένες | στυμμένα |
genitive | στυμμένου | στυμμένης | στυμμένου | στυμμένων | στυμμένων | στυμμένων |
accusative | στυμμένο | στυμμένη | στυμμένο | στυμμένους | στυμμένες | στυμμένα |
vocative | στυμμένε | στυμμένη | στυμμένο | στυμμένοι | στυμμένες | στυμμένα |
Related terms
- φρεσκοστυμμένος (freskostymménos, “freshly squeezed”)