Definify.com
Definition 2024
φρεσκοστυμμένος
φρεσκοστυμμένος
Greek
Adjective
φρεσκοστυμμένος • (freskostymménos) m (feminine φρεσκοστυμμένη, neuter φρεσκοστυμμένο)
- freshly squeezed
- φρεσκοστυμμένος χυμός πορτοκαλιού ― freskostymménos chymós portokalioú ― freshly squeezed orange juice
Declension
positive forms of φρεσκοστυμμένος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | φρεσκοστυμμένος | φρεσκοστυμμένη | φρεσκοστυμμένο | φρεσκοστυμμένοι | φρεσκοστυμμένες | φρεσκοστυμμένα |
genitive | φρεσκοστυμμένου | φρεσκοστυμμένης | φρεσκοστυμμένου | φρεσκοστυμμένων | φρεσκοστυμμένων | φρεσκοστυμμένων |
accusative | φρεσκοστυμμένο | φρεσκοστυμμένη | φρεσκοστυμμένο | φρεσκοστυμμένους | φρεσκοστυμμένες | φρεσκοστυμμένα |
vocative | φρεσκοστυμμένε | φρεσκοστυμμένη | φρεσκοστυμμένο | φρεσκοστυμμένοι | φρεσκοστυμμένες | φρεσκοστυμμένα |