Definify.com
Definition 2024
συγγενικός
συγγενικός
Ancient Greek
- (4th AD Koine) IPA(key): /syŋɡenikós/
- (10th AD Byzantine) IPA(key): /syɲɟenikós/
- (15th AD Constantinopolitan) IPA(key): /sĩɟenikós/
Adjective
συγγενικός • (sungenikós) m (feminine συγγενική, neuter συγγενικόν); first/second declension
- (of a predisposition to disease) congenital or hereditary
- of or for kinsmen, between kinfolk
- (metaphoric) kindred, of a common kind
Inflection
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case / Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||
Nominative | συγγενικός | συγγενική | συγγενικόν | συγγενικώ | συγγενικᾱ́ | συγγενικώ | συγγενικοί | συγγενικαί | συγγενικᾰ́ | |||
Genitive | συγγενικοῦ | συγγενικῆς | συγγενικοῦ | συγγενικοῖν | συγγενικαῖν | συγγενικοῖν | συγγενικῶν | συγγενικῶν | συγγενικῶν | |||
Dative | συγγενικῷ | συγγενικῇ | συγγενικῷ | συγγενικοῖν | συγγενικαῖν | συγγενικοῖν | συγγενικοῖς | συγγενικαῖς | συγγενικοῖς | |||
Accusative | συγγενικόν | συγγενικήν | συγγενικόν | συγγενικώ | συγγενικᾱ́ | συγγενικώ | συγγενικούς | συγγενικᾱ́ς | συγγενικᾰ́ | |||
Vocative | συγγενικέ | συγγενική | συγγενικόν | συγγενικώ | συγγενικᾱ́ | συγγενικώ | συγγενικοί | συγγενικαί | συγγενικᾰ́ | |||
References
- συγγενικός in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- «συγγενικός» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
Greek
Pronunciation
- IPA(key): [siŋɡɛniˈkɔs]
Adjective
συγγενικός • (syngenikós) m (feminine συγγενική, neuter συγγενικό)
Declension
positive forms of συγγενικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | συγγενικός | συγγενική | συγγενικό | συγγενικοί | συγγενικές | συγγενικά |
genitive | συγγενικού | συγγενικής | συγγενικού | συγγενικών | συγγενικών | συγγενικών |
accusative | συγγενικό | συγγενική | συγγενικό | συγγενικούς | συγγενικές | συγγενικά |
vocative | συγγενικέ | συγγενική | συγγενικό | συγγενικοί | συγγενικές | συγγενικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συγγενικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συγγενικός, etc.) |