Definify.com
Definition 2025
συγχωράω
συγχωράω
Greek
Verb
συγχωράω • (synchoráo) (simple past συγχώρεσα or συγχώρησα, passive form συγχωρούμαι)
- Alternative form of συγχωρώ (synchoró)
Conjugation
συγχωρώ, συγχωράω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | συγχωρώ, συγχωράω (συγχωρώ→ ) | συγχωρούσα, συγχώραγα | θα συγχωρώ, θα συγχωράω | να συγχωρώ, να συγχωράω | |
2s | συγχωράς | συγχωρούσες, συγχώραγες | θα συγχωράς | να συγχωράς | συγχώρα |
3s | συγχωρά, συγχωράει | συγχωρούσε, συγχώραγε | θα συγχωρά, θα συγχωράει | να συγχωρά, να συγχωράει | |
1p | συγχωρούμε, συγχωράμε | συγχωρούσαμε, συγχωράγαμε | θα συγχωρούμε, θα συγχωράμε | να συγχωρούμε, να συγχωράμε | |
2p | συγχωράτε | συγχωρούσατε, συγχωράγατε | θα συγχωράτε | να συγχωράτε | συγχωράτε |
3p | συγχωρούν, συγχωρούνε, συγχωράνε, συγχωράν | συγχωρούσαν, συγχωρούσανε, συγχώραγαν, συγχωράγανε | θα συγχωρούν, θα συγχωρούνε, θα συγχωράνε, θα συγχωράν | να συγχωρούν, να συγχωρούνε, να συγχωράνε, να συγχωράν | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | συγχωρήσω | συγχώρησα | θα συγχωρήσω | να συγχωρήσω | |
2s | συγχωρήσεις | συγχώρησες | θα συγχωρήσεις | να συγχωρήσεις | συγχώρησε |
3s | συγχωρήσει | συγχώρησε | θα συγχωρήσει | να συγχωρήσει | |
1p | συγχωρήσουμε, συγχωρήσομε | συγχωρήσαμε | θα συγχωρήσουμε, θα συγχωρήσομε | να συγχωρήσουμε, να συγχωρήσομε | |
2p | συγχωρήσετε | συγχωρήσατε | θα συγχωρήσετε | να συγχωρήσετε | συγχωρήστε |
3p | συγχωρήσουν, συγχωρήσουνε | συγχώρησαν, συγχωρήσανε, συγχωρήσαν | θα συγχωρήσουν, θα συγχωρήσουνε | να συγχωρήσουν, να συγχωρήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω συγχωρήσει | είχα συγχωρήσει | θα έχω συγχωρήσει | να έχω συγχωρήσει | |
2s | έχεις συγχωρήσει | είχες συγχωρήσει | θα έχεις συγχωρήσει | να έχεις συγχωρήσει | |
3s | έχει συγχωρήσει | είχε συγχωρήσει | θα έχει συγχωρήσει | να έχει συγχωρήσει | |
1p | έχουμε συγχωρήσει | είχαμε συγχωρήσει | θα έχουμε συγχωρήσει | να έχουμε συγχωρήσει | |
2p | έχετε συγχωρήσει | είχατε συγχωρήσει | θα έχετε συγχωρήσει | να έχετε συγχωρήσει | |
3p | έχουν συγχωρήσει | είχαν συγχωρήσει | θα έχουν συγχωρήσει | να έχουν συγχωρήσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) συγχωρημένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) συγχωρημένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) συγχωρημένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) συγχωρημένο | ||||
Participle: | συγχωρώντας | Non-finite ‡ | συγχωρήσει | 58/73-ησ-2A1-2A1d | |
But see also: συγχωρώ (synchoró) for some alternative forms This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. * Used with transitive senses |
|||||