Definify.com

Definition 2024


συλλυπητήριος

συλλυπητήριος

Greek

Adjective

συλλυπητήριος (syllypitírios) m (feminine συλλυπητήρια, neuter συλλυπητήριο)

  1. expressing grief, offering condolences
    συλλυπητήριο μήνυμα (message of condolence)

Declension

Related terms