Definify.com
Definition 2024
συλλυπητήριος
συλλυπητήριος
Greek
Adjective
συλλυπητήριος • (syllypitírios) m (feminine συλλυπητήρια, neuter συλλυπητήριο)
- expressing grief, offering condolences
- συλλυπητήριο μήνυμα (message of condolence)
Declension
positive forms of συλλυπητήριος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | συλλυπητήριος | συλλυπητήρια | συλλυπητήριο | συλλυπητήριοι | συλλυπητήριες | συλλυπητήρια |
genitive | συλλυπητήριου | συλλυπητήριας | συλλυπητήριου | συλλυπητήριων | συλλυπητήριων | συλλυπητήριων |
accusative | συλλυπητήριο | συλλυπητήρια | συλλυπητήριο | συλλυπητήριους | συλλυπητήριες | συλλυπητήρια |
vocative | συλλυπητήριε | συλλυπητήρια | συλλυπητήριο | συλλυπητήριοι | συλλυπητήριες | συλλυπητήρια |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συλλυπητήριος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συλλυπητήριος, etc.) |
Related terms
- συλλυπητήρια n pl (syllypitíria, “condolences”)