Definify.com
Definition 2024
συμπυκνωμένος
συμπυκνωμένος
Greek
Adjective
συμπυκνωμένος • (sympyknoménos) m (feminine συμπυκνωμένη, neuter συμπυκνωμένο)
Declension
positive forms of συμπυκνωμένος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | συμπυκνωμένος | συμπυκνωμένη | συμπυκνωμένο | συμπυκνωμένοι | συμπυκνωμένες | συμπυκνωμένα |
genitive | συμπυκνωμένου | συμπυκνωμένης | συμπυκνωμένου | συμπυκνωμένων | συμπυκνωμένων | συμπυκνωμένων |
accusative | συμπυκνωμένο | συμπυκνωμένη | συμπυκνωμένο | συμπυκνωμένους | συμπυκνωμένες | συμπυκνωμένα |
vocative | συμπυκνωμένε | συμπυκνωμένη | συμπυκνωμένο | συμπυκνωμένοι | συμπυκνωμένες | συμπυκνωμένα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συμπυκνωμένος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συμπυκνωμένος, etc.) |
Related terms
- συμπυκνωμένο γάλα f (sympyknoméno gála, “condensed milk”)